- ῥοῖζος
- ῥοῖζος, ὁ, ion. ἡ, Geräusch, Gesause, Geschwirr, womit ein Körper sich bewegt; vom Sausen der Pfeile; vom Pfeifen der Hirten; auch die Schnelligkeit, Gewalt eines bewegten Körpers
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ῥοῖζος — whistling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροίζος — ο / ῥοῑζος, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοῑζος, ἡ, Α νεοελλ. ιατρ. αίσθημα τρομώδους δονήσεως, αντιληπτό κατά την ψηλάφηση και την ακρόαση, λ.χ. σε στένωση τής μιτροειδούς βαλβίδας τής καρδιάς, όπου θυμίζει ροχαλητό γάτας μσν. (σχετικά με τους ψαλμούς)… … Dictionary of Greek
ῥοῖζοι — ῥοῖζος whistling masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροιζώ — (I) έω, Α [ῥοῑζος] 1. ηχώ δυνατά, παράγω ήχο τριγμού ή σφυρίγματος 2. (για φίδι) σφυρίζω 3. (για πτηνό) κινούμαι ορμητικά χτυπώντας τα φτερά μου 4. ρίχνω βέλος, τοξεύω 5. (για νερό) ρέω με φλοίσβο. (II) όω, Μ [ῥοῑζος] μέσ. ῥοιζοῡμαι, όομα… … Dictionary of Greek
ῥοίζω — water a horse pres subj act 1st sg ῥοίζω water a horse pres ind act 1st sg ῥοΐζω , ῥοίζω water a horse pres subj act 1st sg ῥοΐζω , ῥοίζω water a horse pres ind act 1st sg ῥοί̱ζω , ῥοῖζος whistling masc/fem nom/voc/acc dual ῥοί̱ζω , ῥοῖζος… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Rausch (4), der — 4. Der Rausch, des es, plur. die Räusche, Diminut. das Räuschchen, Oberd. Räuschlein, ein von dem folgenden Zeitworte rauschen abstammendes Hauptwort. 1. Eigentlich, ein Geräusch; eine ungewöhnliche Bedeutung; in welcher es nur von einigen neuern … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
αλίρροιζος — ἁλίρροιζος, ον (Α) αυτός που σφυρίζει, βουίζει στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ῥοῖζος «συριστικός ήχος»] … Dictionary of Greek
εύροιζος — εὔροιζος, ον (Μ) (για χρυσό) αυτός που ηχεί καλά, που από τον ήχο του φαίνεται η γνησιότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ροίζος «βούισμα, σφύριγμα»] … Dictionary of Greek
καταρροιζώ — καταρροιζῶ, έω (Α) έρχομαι εναντίον κάποιου με δυνατό θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥοιζῶ (< ῥοῖζος «δυνατός θόρυβος»)] … Dictionary of Greek
παραρροιζούμαι — έομαι, Α παθ. (για βέλος) περνώ από κοντά σφυρίζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ῥιζῶ «σφυρίζω, τρίζω» (< ῥοῖζος»θόρυβος, σφύριγμα»)] … Dictionary of Greek
πολύρροιζος — ον, Α αυτός που παράγει πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ῥοῖζος «κρότος, θόρυβος» (πρβλ. τανύ ρροιζος)] … Dictionary of Greek